![]() |
Engin_Akyurt / pixabay |
Το οικονομικό έτος τελειώνει σε λίγο και κάποιοι όταν γίνει εκκαθάριση των δηλώσεων τους για τη φορολογία εισοδήματος για το έτος 2020 θα βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων, γιατί θα κληθούν να πληρώσουν πρόσθετο φόρο επειδή δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν ηλεκτρονικά δαπάνες σε ποσοστό 30% του φορολογητέου εισοδήματος τους. Ο πρόσθετος φόρος επιβάλλεται σε ποσοστό 22% επί της διαφοράς μεταξύ του ποσού που ισούται με το 30% του φορολογητέου εισοδήματος μείον οι ηλεκτρονικές δαπάνες.
Από: capital.gr - Του Λέανδρου Τ. Ρακιντζή
Για καλύτερη κατανόηση χρησιμοποιούμε το εξής παράδειγμα. Για φορολογητέο εισόδημα ανεξαρτήτως πηγής 40.000 ευρώ μείον φόροι 9.500 ευρώ (καθαρό εισόδημα 30.500), πρέπει να πραγματοποιήσω ηλεκτρονικές δαπάνες 40.000 χ 30% =12.000 ευρώ. Εάν πραγματοποιήσω ηλεκτρονικές δαπάνες 7.000 ευρώ, τότε η διαφορά είναι 5.000 x 22% = 1.100 ευρώ ο πρόσθετος φόρος, που θα κληθώ να πληρώσω.
Είναι γεγονός ότι για ορισμένες καταναλωτικές δαπάνες, όπως για την αγορά τροφίμων και άλλων καταναλωτικών αγαθών πολλοί λόγω του lockdown παραγγέλλουν ηλεκτρονικά και πληρώνουν ηλεκτρονικά τις σχετικές δαπάνες, που σύμφωνα με τα στοιχεία έχουν τριπλασιαστεί, αλλά δεν νομίζω σε ένα μέσο νοικοκυριό οι δαπάνες αυτές να φθάνουν το 30% του εισοδήματος. Αντίθετα άλλες δαπάνες, όπως για κίνηση, διασκέδαση, ταξίδια, εστίαση, ένδυση κλπ. έχουν κατά τα διαστήματα του lockdown σχεδόν μηδενιστεί, ενώ για τα ελεύθερα διαστήματα, κατά τα οποία ο κόσμος από φόβο της μεταδόσεως του covid-19 δεν πολυκυκλοφορούσε είχαν μειωθεί σημαντικά. Φυσικά το σχετικό ισοζύγιο θα κριθεί κατά περίπτωση, αλλά φοβάμαι, ότι πολλοί κυρίως αυτοί που έχουν σχετικά μεγάλο εισόδημα, θα αναγκαστούν να πληρώσουν πρόσθετο φόρο, έστω και μικρό, που είναι άδικο, γιατί το ότι δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τις απαιτούμενες ηλεκτρονικές δαπάνες δεν οφείλεται σε δική τους υπαιτιότητα, αλλά εξαναγκάστηκαν από τις περιστάσεις.
Για κάποιους, κυρίως για αυτούς που έχουν επιπλέον υποχρεώσεις, οι οποίες λόγω της οικονομικής κρίσης θα αυξάνονται και δεν μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως ούτε στις συνήθεις υποχρεώσεις, ο πρόσθετος αυτός φόρος δεν είναι αμελητέος και θα δημιουργήσει επιπλέον οικονομική στενότητα. Η παραπάνω υποχρέωση για τις ηλεκτρονικές δαπάνες δεν ισχύει για κάποιες κατηγορίες φορολογουμένων, όπως για τους άνω των 70 ετών, στην κατηγορία αυτή υπάγομαι και εγώ, επομένως το άρθρο δεν είναι ιδιοτελές, οι ανάπηροι κλπ, και προσδιορίζονται επακριβώς στο νόμο ποιες ηλεκτρονικές δαπάνες λαμβάνονται υπόψη.
Επιπλέον κατά τη γνώμη μου το φορολογητέο εισόδημα βάσει του οποίου γίνεται ο υπολογισμός του 30% των ηλεκτρονικών δαπανών πρέπει να υπολογίζεται μετά την αφαίρεση των φόρων, γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα καταλογίζεται πρόσθετος φόρος επί του φόρου και οι ηλεκτρονικές καταβολές για φόρους και ΕΝΦΙΑ να θεωρούνται ηλεκτρονικές καταβολές, γιατί δεν περιλαμβάνονται ρητά στον πίνακα των ηλεκτρονικών καταβολών. Εκείνο που δημιουργεί άσχημη εντύπωση είναι ότι το 2019 το ποσοστό των ηλεκτρονικών δαπανών προσδιορίζεται στο 20ο/ο του φορολογητέου εισοδήματος, ενώ το 2020 σε εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσεως εξαιτίας της πανδημίας ανήλθε στο 30% του φορολογητέου εισοδήματος, που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα κατά τα παραπάνω. Μήπως θα ήταν σκόπιμο τουλάχιστον για το 2020 και 2021 να επανέλθει στο ποσοστό 20% ή σε κάθε περίπτωση το φορολογικό αυτό βάρος να προσαρμοσθεί σύμφωνα με τις περιστάσεις.
Σαφώς η επιβολή του παραπάνω προσθέτου φόρου, που στην ουσία πρόκειται περί προστίμου είναι ένα ισχυρό κίνητρο για τη χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών δαπανών και τον εθισμό του κοινού σε αυτές, αλλά ταυτόχρονα είναι ένα αντικίνητρο για τις τραπεζικές αποταμιεύσεις και μάλιστα όταν σήμερα τα επιτόκια είναι σχεδόν μηδενικά ενδεχομένως κάποιοι μικροκαταθέτες θα κληθούν να πληρώσουν πρόσθετο φόρο για αυτές. Από ό,τι γνωρίζω το θέμα δεν έχει μελετηθεί και θα ήταν σκόπιμο το ζήτημα αυτό να προβληματίσει τους αρμοδίους, ώστε να δρομολογηθεί κάποια λύση για αυτό.
* Ο κ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.
Από: capital.gr - Του Λέανδρου Τ. Ρακιντζή
Για καλύτερη κατανόηση χρησιμοποιούμε το εξής παράδειγμα. Για φορολογητέο εισόδημα ανεξαρτήτως πηγής 40.000 ευρώ μείον φόροι 9.500 ευρώ (καθαρό εισόδημα 30.500), πρέπει να πραγματοποιήσω ηλεκτρονικές δαπάνες 40.000 χ 30% =12.000 ευρώ. Εάν πραγματοποιήσω ηλεκτρονικές δαπάνες 7.000 ευρώ, τότε η διαφορά είναι 5.000 x 22% = 1.100 ευρώ ο πρόσθετος φόρος, που θα κληθώ να πληρώσω.
Είναι γεγονός ότι για ορισμένες καταναλωτικές δαπάνες, όπως για την αγορά τροφίμων και άλλων καταναλωτικών αγαθών πολλοί λόγω του lockdown παραγγέλλουν ηλεκτρονικά και πληρώνουν ηλεκτρονικά τις σχετικές δαπάνες, που σύμφωνα με τα στοιχεία έχουν τριπλασιαστεί, αλλά δεν νομίζω σε ένα μέσο νοικοκυριό οι δαπάνες αυτές να φθάνουν το 30% του εισοδήματος. Αντίθετα άλλες δαπάνες, όπως για κίνηση, διασκέδαση, ταξίδια, εστίαση, ένδυση κλπ. έχουν κατά τα διαστήματα του lockdown σχεδόν μηδενιστεί, ενώ για τα ελεύθερα διαστήματα, κατά τα οποία ο κόσμος από φόβο της μεταδόσεως του covid-19 δεν πολυκυκλοφορούσε είχαν μειωθεί σημαντικά. Φυσικά το σχετικό ισοζύγιο θα κριθεί κατά περίπτωση, αλλά φοβάμαι, ότι πολλοί κυρίως αυτοί που έχουν σχετικά μεγάλο εισόδημα, θα αναγκαστούν να πληρώσουν πρόσθετο φόρο, έστω και μικρό, που είναι άδικο, γιατί το ότι δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τις απαιτούμενες ηλεκτρονικές δαπάνες δεν οφείλεται σε δική τους υπαιτιότητα, αλλά εξαναγκάστηκαν από τις περιστάσεις.
Για κάποιους, κυρίως για αυτούς που έχουν επιπλέον υποχρεώσεις, οι οποίες λόγω της οικονομικής κρίσης θα αυξάνονται και δεν μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως ούτε στις συνήθεις υποχρεώσεις, ο πρόσθετος αυτός φόρος δεν είναι αμελητέος και θα δημιουργήσει επιπλέον οικονομική στενότητα. Η παραπάνω υποχρέωση για τις ηλεκτρονικές δαπάνες δεν ισχύει για κάποιες κατηγορίες φορολογουμένων, όπως για τους άνω των 70 ετών, στην κατηγορία αυτή υπάγομαι και εγώ, επομένως το άρθρο δεν είναι ιδιοτελές, οι ανάπηροι κλπ, και προσδιορίζονται επακριβώς στο νόμο ποιες ηλεκτρονικές δαπάνες λαμβάνονται υπόψη.
Επιπλέον κατά τη γνώμη μου το φορολογητέο εισόδημα βάσει του οποίου γίνεται ο υπολογισμός του 30% των ηλεκτρονικών δαπανών πρέπει να υπολογίζεται μετά την αφαίρεση των φόρων, γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα καταλογίζεται πρόσθετος φόρος επί του φόρου και οι ηλεκτρονικές καταβολές για φόρους και ΕΝΦΙΑ να θεωρούνται ηλεκτρονικές καταβολές, γιατί δεν περιλαμβάνονται ρητά στον πίνακα των ηλεκτρονικών καταβολών. Εκείνο που δημιουργεί άσχημη εντύπωση είναι ότι το 2019 το ποσοστό των ηλεκτρονικών δαπανών προσδιορίζεται στο 20ο/ο του φορολογητέου εισοδήματος, ενώ το 2020 σε εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσεως εξαιτίας της πανδημίας ανήλθε στο 30% του φορολογητέου εισοδήματος, που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα κατά τα παραπάνω. Μήπως θα ήταν σκόπιμο τουλάχιστον για το 2020 και 2021 να επανέλθει στο ποσοστό 20% ή σε κάθε περίπτωση το φορολογικό αυτό βάρος να προσαρμοσθεί σύμφωνα με τις περιστάσεις.
Σαφώς η επιβολή του παραπάνω προσθέτου φόρου, που στην ουσία πρόκειται περί προστίμου είναι ένα ισχυρό κίνητρο για τη χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών δαπανών και τον εθισμό του κοινού σε αυτές, αλλά ταυτόχρονα είναι ένα αντικίνητρο για τις τραπεζικές αποταμιεύσεις και μάλιστα όταν σήμερα τα επιτόκια είναι σχεδόν μηδενικά ενδεχομένως κάποιοι μικροκαταθέτες θα κληθούν να πληρώσουν πρόσθετο φόρο για αυτές. Από ό,τι γνωρίζω το θέμα δεν έχει μελετηθεί και θα ήταν σκόπιμο το ζήτημα αυτό να προβληματίσει τους αρμοδίους, ώστε να δρομολογηθεί κάποια λύση για αυτό.
* Ο κ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.
από freepen.gr
0 Σχόλια
Tο kozanara.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.